- αντίδουπος
- ἀντίδουπος, -ον (Α)αυτός που αντηχεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίδουπον — ἀντίδουπος re echoing masc/fem acc sg ἀντίδουπος re echoing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίδουπα — ἀντίδουπος re echoing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)